- ἐπικαθίσῃ
- ἐπικαθίζωset uponaor subj mid 2nd sgἐπικαθίζωset uponaor subj act 3rd sgἐπικαθίζωset uponfut ind mid 2nd sgἐπικαθίζωset uponfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικάθιση — η η ενέργεια τού επικαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επικαθίζω. Η λ. στον λόγιο τ. επικάθισις μαρτυρείται από το 1866 στον Ιωάνν. Πανταζίδη] … Dictionary of Greek